-
1 παραβάτης
παραβάτης, ου, ὁ (παραβαίνω; s. prec. entry; in non-bibl. wr. mostly a warrior beside the charioteer, or a certain kind of foot-soldier) in our lit. only violator, transgressor (so Aeschyl., Eum. 553 [on the rdg. παρβάδαν s. Schwyzer II 492]; Pythag., Ep. 3, 7 παραβάται τᾶν ὁμολογιᾶν γινόμεθα; Polemo [Macrobius, Saturnalia 5, 19, 29] π. θεῶν; perh. PMich 478, 16 [II A.D.]; Suda on Ἀμάχιος; Sym.; π. τῆς τοῦ θεοῦ ἐντολῆς Did., Gen. 84, 27; Theoph. Ant. 2, 16 [p. 140, 13]) (τοῦ) νόμου Ro 2:25, 27; Js 2:11; Lk 6:4 D. Abs. sinner (Ps.-Clem., Hom. 3, 39) Gal 2:18 (WMundle, ZNW 23, 1924, 152f); Js 2:9.—DELG s.v. βαίνω. M-M. TW. -
2 παραβάτης
παρα-βάτης [pron. full] [βᾰ], poet. and early [dialect] Att. [full] παραιβάτης (IG12.5, etc.), ου, ὁ, ( παραβαίνω I)A one who stands beside: prop. the warrior or combatant who stands beside the charioteer, , cf. D.S.5.29;παραιβάτας ἔστησαν ἐς τάξιν δορός E.Supp. 677
;ἀναλαβεῖν τοὺς παραβάτας X.Cyr.7.1.29
, etc.;δύο δ' εἰσὶν ἐπὶ τῷ ἅρματι π. πρὸς ἡνιόχῳ Str.15.1.52
: = [dialect] Att. ἀποβάται, acc. to D.H.7.73; fem. [full] παραιβάτις, A.R.1.754.2 light troops ( velites) who ran beside the cavalry, Plu.Aem.12.II ( παραβαίνω II. 1) transgressor, A.Eu. 553 (lyr., in poet. form [full] παρβάτης), cf. Sm.Ps.16(17).4;π. θεῶν Polem.
ap. Macr.Sat.5.19.29;π. νόμου Ep.Rom.2.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβάτης
-
3 παρα-βάτης
παρα-βάτης, ὁ, poet. παραιβάτης, der neben Einen hintritt, neben ihm steht, bes. – a) der neben dem Wagenlenker Stehende, der eigentliche Kämpfer, ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε, Il. 23, 132; Eur. Suppl. 677; u. in Prosa, Xen. Cyr. 7, 1, 29; Sp., δύο δ' εἰσὶν ἐπὶ τῷ ἅρματι παραβάται πρὸς τῷ ἡνιόχῳ, Strab. XV, 709; ἔχοντος τοῦ ἅρματος ἡνίοχον καὶ παραβάτην, D. Sic. 5, 29; vgl. noch D. Hal. 7 zu E. – b) Bei Plut. Aem. Paull. 12 werden παραβάται neben Reitern genannt, wahrscheinlich eine leichte Art Fußtruppen, die unter der Reiterei mitkämpften. – c) Bei Aesch. Eum. 553 ist παρβάτης (Em. für παραιβάδης) der Uebertreter, Frevler, vgl. παραβάτης ϑεῶν Polem. bei Macrob. saturn. 5, 19.
См. также в других словарях:
εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μερεσκόφσκι, Ντμίτρι Σεργκέγεβιτς — (Dimitri Sergeyevich Mereskovsky, Πετρούπολη 1865 – Παρίσι 1941). Ρώσος συγγραφέας. Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη μυστικιστική σκέψη του Σολοβιόφ και του Ροζάνοφ, καθώς και από συγγραφείς όπως ο Πόε (μετάφρασε το Κοράκι), ο Μποντλέρ, ο… … Dictionary of Greek